παραθαλάσσιος

παραθαλάσσιος
3864 παραθαλάσσιος
{прил., 1}
приморский (Мф. 4:13).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παραθαλάσσιος" в других словарях:

  • παραθαλάσσιος — beside the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλάσσιος — α, ο / παραθαλάσσιος, ία, ον και αττ. τ. παραθαλάττιος, ία, ον θηλ. και ος, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, παράκτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. παρά τὴν θάλασσαν + επίθημα ιος] …   Dictionary of Greek

  • παραθαλάσσιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, ο παράλιος: Στα παραθαλάσσια μέρη συγκεντρώνονται το καλοκαίρι πολλοί παραθεριστές. 2. ως ουσ., το παραθαλάσσιο η παραλία: Στο παραθαλάσσιο, δεν είναι να πιάσεις σπίτι για το καλοκαίρι, γιατί έχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραθαλασσίδιον — παραθαλάσσιος beside the sea masc/fem acc sg παραθαλάσσιος beside the sea neut nom/voc/acc sg παραθαλασσίδιος masc/fem acc sg παραθαλασσίδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλασσίων — παραθαλάσσιος beside the sea fem gen pl παραθαλάσσιος beside the sea masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλαττίων — παραθαλάσσιος beside the sea fem gen pl (attic) παραθαλάσσιος beside the sea masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλάσσιον — παραθαλάσσιος beside the sea masc acc sg παραθαλάσσιος beside the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλάττιον — παραθαλάσσιος beside the sea masc acc sg (attic) παραθαλάσσιος beside the sea neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλασσιδίων — παραθαλάσσιος beside the sea masc/fem/neut gen pl παραθαλασσίδιος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλασσιδίῳ — παραθαλάσσιος beside the sea masc/fem/neut dat sg παραθαλασσίδιος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλασσίαις — παραθαλάσσιος beside the sea fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»